- φτωχόσπιτο
- το, Νμικρό και φτωχικό σπίτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φτωχόσπιτο — το 1. φτωχικό σπίτι, κατοικία φτωχού. 2. φτωχοοικογένεια, φτωχοφαμελιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτωχός — ή, ό / πτωχός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει στη φτώχεια 2. αυτός που έχει ανεπαρκείς πόρους ζωής, πενιχρά οικονομικά μέσα (α. «έγινε έρανος για τους φτωχούς» β. «καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον… … Dictionary of Greek
ψωροκώσταινα — Πάμφτωχη γυναίκα από το Ναύπλιο, στα χρόνια του Καποδίστρια, η οποία εργαζόταν ως υπηρέτρια σε διάφορα σπίτια. Επειδή όμως δεν κατόρθωνε να ικανοποιήσει τις ανάγκες της με την εργασία της, έφτασε σε απόγνωση. Σύγχρονοί της στο Ναύπλιο, έλεγαν,… … Dictionary of Greek
φτωχοφαμελιά — η φτωχή οικογένεια, φτωχοοικογένεια, φτωχόσπιτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτωχόπαιδο — φτωχόπαιδο, το και φτωχοπαίδι, το παιδί ή νεαρός φτωχής οικογένειας, παιδί από φτωχόσπιτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)